πόλος
[ˈpolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Polαρσενικό | Maskulinum, männlich mπόλος γεωγραφία | Geografieγεωγρ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπόλος γεωγραφία | Geografieγεωγρ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples