απάντηση
[aˈpandisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Antwortθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)απάντησηαπάντηση
examples
- δίνω/παίρνω μια απάντηση(eine) Antwort geben/bekommen
- απάντηση σεBeantwortungθηλυκό | Femininum, weiblich f+γενική | +Genitiv +gen