„Lagerbestand“: Maskulinum, männlich LagerbestandMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποθέματα εμπορευμάτων αποθέματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl εμπορευμάτων Lagerbestand Lagerbestand