αντίθεση
[anˈdiθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gegensatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντίθεσηαντίθεση
examples
- σε αντίθεσηim Gegensatz (με zu)
- είμαι σε αντίθεση μεkontrastieren mit, im Gegensatz zu … stehen