ανθρακικό
[anθrakjiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kohlensäureθηλυκό | Femininum, weiblich fανθρακικό σε ποτόανθρακικό σε ποτό
examples
- ανθρακικό αμμώνιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nRiechsalzουδέτερο | Neutrum, sächlich n