οξύ
[oˈksi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; οξέος; πληθυντικός | Pluralpl; οξέα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Säureθηλυκό | Femininum, weiblich fοξύ χημεία | Chemieχημοξύ χημεία | Chemieχημ
examples
- ανθρακικό οξύKohlensäureθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υδροχλωρικό οξύSalzsäureθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οξέαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl φρούτωνFruchtsäureθηλυκό | Femininum, weiblich f