„Riechsalz“: Neutrum, sächlich RiechsalzNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανθρακικό αμμώνιο ανθρακικό αμμώνιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Riechsalz Riechsalz