ίσα
[ˈisa]επίρρημα | Adverb advOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gleich, gleichmäßig, zu gleichen Teilenίσα σε ίσα μέρηίσα σε ίσα μέρη
- geradeausίσα σε ευθεία γραμμήίσα σε ευθεία γραμμή
- geradeίσα σε όρθια στάσηίσα σε όρθια στάση
- geradewegs, direktίσα κατευθείανίσα κατευθείαν