„Ήλιος“: αρσενικό Ήλιος [ˈiʎos, ˈilios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Helios Heliosαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ήλιος μυθολογία | Mythologieμυθ Ήλιος μυθολογία | Mythologieμυθ
„ήλιος“: αρσενικό ήλιος [ˈiʎos, ˈilios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonne Sonneθηλυκό | Femininum, weiblich f ήλιος ήλιος examples στον ήλιο in der Sonne στον ήλιο κάθομαι στον ήλιο sich in die Sonne legen κάθομαι στον ήλιο ο ήλιος λάμπει die Sonne scheint ο ήλιος λάμπει ο ήλιος καίει die Sonne brennt ο ήλιος καίει ήλιος του μεσονυκτίου Mitternachtssonneθηλυκό | Femininum, weiblich f ήλιος του μεσονυκτίου hide examplesshow examples
„ήλιος“: αρσενικό ήλιος [ˈiʎos, ˈilios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonnenblume Sonnenblumeθηλυκό | Femininum, weiblich f ήλιος ηλίανθος ήλιος ηλίανθος