έλλειψη
[ˈelipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mangelαρσενικό | Maskulinum, männlich m (γενική | Genitivgen an+δοτική | +Dativ +dat)έλλειψη ατέλεια, ανυπαρξίαέλλειψη ατέλεια, ανυπαρξία
- Ellipseθηλυκό | Femininum, weiblich fέλλειψη γεωμετρία | Geometrieγεωμέλλειψη γεωμετρία | Geometrieγεωμ
examples
- λόγω έλλειψης χρόνουaus Zeitmangel
- ελλείψειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl γνώσειςBildungslückeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έλλειψη αέραLuftmangelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples