„Unsachlichkeit“: Femininum, weiblich UnsachlichkeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έλλειψη αντικειμενικότητας έλλειψηFemininum, weiblich | θηλυκό f αντικειμενικότητας Unsachlichkeit Unsachlichkeit