άσσος
[ˈasos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Assουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσσοςάσσος
- Einsθηλυκό | Femininum, weiblich fάσσος ζάριάσσος ζάρι