μανίκι
[maˈnikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ärmelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμανίκιμανίκι
examples
- μανίκι πουκαμίσουHemdärmelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μανίκι τριών τετάρτωνDreiviertelärmelαρσενικό | Maskulinum, männlich m