„κούπα“: θηλυκό κούπα [ˈkupa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tasse, Herz Tasseθηλυκό | Femininum, weiblich f κούπα κούπα Herzουδέτερο | Neutrum, sächlich n κούπα στα χαρτιά κούπα στα χαρτιά