βορειοδυτικός
[vorioðitiˈkos], βορειοδυτική, βορειοδυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nordwestlichβορειοδυτικόςβορειοδυτικός
examples
- βορειοδυτικός άνεμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNordwestwindαρσενικό | Maskulinum, männlich m