Greek-German translation for "μ"

"μ" German translation

μυτερός
[miteˈros], μυτερή, μυτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • spitz
    μυτερός
    μυτερός
examples
  • μυτερό μουσάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    Spitzbartαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μυτερό μουσάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
  • μυτερό τακούνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    Pfennigabsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μυτερό τακούνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
  • μυτερός σκούφοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Zipfelmützeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μυτερός σκούφοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τσοπάνης
[tsoˈpanis, tsoˈbanis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Hirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τσο(μ)πάνης
    τσο(μ)πάνης
μ’

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • μ’ → see „με
    μ’ → see „με
ενδιαφέρω
[enðiaˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

examples
μοτέρ
[moˈter]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Motorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μοτέρ κινητήρας
    μοτέρ κινητήρας
μίκα
[ˈmika]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Glimmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μίκα
    μίκα
τσοπάνος
[tsoˈpanos, tsoˈbanos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Hirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τσο(μ)πάνος
    τσο(μ)πάνος
σύμφωνα
[ˈsimfona]επίρρημα | Adverb adv

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

examples
  • σύμφωνα με
    gemäß, nach (κ-ν/κ-ι j-m/etw+δοτική | +Dativ +dat)
    σύμφωνα με
  • σύμφωνα μ’ αυτό
    σύμφωνα μ’ αυτό
διάβασμα
[ˈðjavazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Lesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    διάβασμα
    Lektüreθηλυκό | Femininum, weiblich f
    διάβασμα
    διάβασμα
  • Lernenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    διάβασμα για εξετάσεις
    διάβασμα για εξετάσεις
examples
  • έχω διάβασμα
    ich muss lernen
    έχω διάβασμα
  • μ’ αρέσει το διάβασμα
    ich lese gerne
    μ’ αρέσει το διάβασμα
σύγκριση
[ˈsiŋgrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Vergleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σύγκριση
    σύγκριση
  • Abgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σύγκριση αρχείων, δεδομένων
    σύγκριση αρχείων, δεδομένων
examples
  • σε σύγκριση
    im Vergleich (με zu, mit)
    σε σύγκριση
  • σε σύγκριση μ’ αυτό
    σε σύγκριση μ’ αυτό
  • σύγκριση τιμών
    Preisvergleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σύγκριση τιμών