Greek-German translation for "γ"

"γ" German translation

γιουβέτσι
[juˈvetsi, gjjuˈvetsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • keine direkte Übersetzung Fleisch mit (Reis-)Nudeln aus dem Ofen
    γ(κ)ιουβέτσι
    γ(κ)ιουβέτσι
ξενοιασιά
[kse(ɣ)ɲaˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Sorglosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ξε(γ)νοιασιά
    ξε(γ)νοιασιά
μοιρολόι
[miroˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Klageliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μοιρολόι
    μοιρολόι
ρολόι
[roˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Uhrθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ρολόι κ. μετρητής
    ρολόι κ. μετρητής
examples
  • επιτραπέζιο ρολόι
    Tischuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επιτραπέζιο ρολόι
  • όλα πάνε ρολόι
    alles läuft wie am Schnürchen
    όλα πάνε ρολόι
  • ρολόι με εκκρεμές
    Standuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ρολόι με εκκρεμές
  • hide examplesshow examples
μικροπράματα
[mikroˈpra(ɣ)mata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Kleinkramαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μικροπρά(γ)ματα αντικείμενα
    μικροπρά(γ)ματα αντικείμενα
  • Kleinigkeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    μικροπρά(γ)ματα ασήμαντο ζήτημα
    Bagatellenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    μικροπρά(γ)ματα ασήμαντο ζήτημα
    μικροπρά(γ)ματα ασήμαντο ζήτημα
ξένοιαστος
[ˈkse(ɣ)ɲastos], ξέ(γ)νοιαστη, ξέ(γ)νοιαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

βρεμένος
[vre(ɣ)ˈmenos], βρε(γ)μένη, βρε(γ)μένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

χαραματιά
[xara(a)maˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Kerbeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χαρα(γ)ματιά σε επιφάνεια
    Einkerbungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χαρα(γ)ματιά σε επιφάνεια
    χαρα(γ)ματιά σε επιφάνεια
  • Spaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    χαρα(γ)ματιά σχισμή
    χαρα(γ)ματιά σχισμή
κομπολόι
[komboˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Perlenschnurθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κομπολόι
    κομπολόι
  • Rosenkranzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κομπολόι θρησκεία | Religionθρησκ
    κομπολόι θρησκεία | Religionθρησκ