„γ(κ)ιουβέτσι“: ουδέτερο γιουβέτσι [juˈvetsi, gjjuˈvetsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) keine direkte Übersetzung keine direkte Übersetzung Fleisch mit (Reis-)Nudeln aus dem Ofen γ(κ)ιουβέτσι γ(κ)ιουβέτσι
„ξε(γ)νοιασιά“: θηλυκό ξενοιασιά [kse(ɣ)ɲaˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sorglosigkeit Sorglosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ξε(γ)νοιασιά ξε(γ)νοιασιά
„μοιρολόι“: ουδέτερο μοιρολόι [miroˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Klagelied Klageliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n μοιρολόι μοιρολόι
„ρολόι“: ουδέτερο ρολόι [roˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Uhr Uhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι κ. μετρητής ρολόι κ. μετρητής examples επιτραπέζιο ρολόι Tischuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f επιτραπέζιο ρολόι όλα πάνε ρολόι alles läuft wie am Schnürchen όλα πάνε ρολόι ρολόι με εκκρεμές Standuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι με εκκρεμές ρολόι με κούκο Kuckucksuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι με κούκο ρολόι πύργου Turmuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι πύργου ρολόι τοίχου Wanduhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι τοίχου ρολόι τσέπης Taschenuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι τσέπης ρολόι ξυπνητήριουδέτερο | Neutrum, sächlich n Funkweckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρολόι ξυπνητήριουδέτερο | Neutrum, sächlich n ρολόι του χεριού Armbanduhrθηλυκό | Femininum, weiblich f ρολόι του χεριού hide examplesshow examples
„μικροπρά(γ)ματα“: πληθυντικός ουδετέρου μικροπράματα [mikroˈpra(ɣ)mata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kleinkram, Kleinigkeiten, Bagatellen Kleinkramαρσενικό | Maskulinum, männlich m μικροπρά(γ)ματα αντικείμενα μικροπρά(γ)ματα αντικείμενα Kleinigkeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μικροπρά(γ)ματα ασήμαντο ζήτημα Bagatellenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μικροπρά(γ)ματα ασήμαντο ζήτημα μικροπρά(γ)ματα ασήμαντο ζήτημα
„ξέ(γ)νοιαστος“ ξένοιαστος [ˈkse(ɣ)ɲastos], ξέ(γ)νοιαστη, ξέ(γ)νοιαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sorglos, sorgenfrei, unbesorgt sorglos, sorgenfrei, unbesorgt ξέ(γ)νοιαστος ξέ(γ)νοιαστος
„ξε(γ)νοιάζω“: αμετάβατο ρήμα ξενοιάζω [kse(ɣ)ˈɲazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich von den Sorgen befreien, die Sorgen los sein aussorgen sich von den Sorgen befreien, die Sorgen los sein, aussorgen ξε(γ)νοιάζω ξε(γ)νοιάζω
„βρε(γ)μένος“ βρεμένος [vre(ɣ)ˈmenos], βρε(γ)μένη, βρε(γ)μένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nass, durchnässt nass, durchnässt βρε(γ)μένος βρε(γ)μένος
„χαρα(γ)ματιά“: θηλυκό χαραματιά [xara(a)maˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kerbe, Einkerbung, Spalt Kerbeθηλυκό | Femininum, weiblich f χαρα(γ)ματιά σε επιφάνεια Einkerbungθηλυκό | Femininum, weiblich f χαρα(γ)ματιά σε επιφάνεια χαρα(γ)ματιά σε επιφάνεια Spaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαρα(γ)ματιά σχισμή χαρα(γ)ματιά σχισμή
„κομπολόι“: ουδέτερο κομπολόι [komboˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Perlenschnur, Rosenkranz Perlenschnurθηλυκό | Femininum, weiblich f κομπολόι κομπολόι Rosenkranzαρσενικό | Maskulinum, männlich m κομπολόι θρησκεία | Religionθρησκ κομπολόι θρησκεία | Religionθρησκ