σωτηρία
[sotiˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rettungθηλυκό | Femininum, weiblich fσωτηρίασωτηρία
- Erlösungθηλυκό | Femininum, weiblich fσωτηρία θρησκεία | Religionθρησκσωτηρία θρησκεία | Religionθρησκ
examples
- σωτηρία της ψυχήςSeelenheilουδέτερο | Neutrum, sächlich n