„Seelenheil“: Neutrum, sächlich SeelenheilNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σωτηρία της ψυχής σωτηρίαFemininum, weiblich | θηλυκό f της ψυχής Seelenheil Seelenheil