φροντίδα
[fronˈdiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fürsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich fφροντίδα μέριμναφροντίδα μέριμνα
- Pflegeθηλυκό | Femininum, weiblich fφροντίδα περιποίησηφροντίδα περιποίηση
- Sorgenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplφροντίδα πληθυντικός | Pluralpl έγνοιεςφροντίδα πληθυντικός | Pluralpl έγνοιες
- Betreuungθηλυκό | Femininum, weiblich fφροντίδα αρρώστου, κ. για την πραγματοποίηση σκοπούφροντίδα αρρώστου, κ. για την πραγματοποίηση σκοπού
examples
- φροντίδα μαλλιώνHaarpflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φροντίδα ομορφιάςSchönheitspflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples