„συσκευασία“: θηλυκό συσκευασία [siskjevaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Packung (Ver-)Packungθηλυκό | Femininum, weiblich f συσκευασία συσκευασία examples συσκευασία από χαρτόνι Kartonageθηλυκό | Femininum, weiblich f συσκευασία από χαρτόνι συσκευασία μιας χρήσης Einweg(ver)packungθηλυκό | Femininum, weiblich f συσκευασία μιας χρήσης