„Kartonage“: Femininum, weiblich KartonageFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συσκευασία από χαρτόνι συσκευασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f από χαρτόνι Kartonage Kartonage