„χαρτόνι“: ουδέτερο χαρτόνι [xarˈtoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pappe, Karton Pappeθηλυκό | Femininum, weiblich f χαρτόνι χοντρό χαρτί χαρτόνι χοντρό χαρτί Kartonαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαρτόνι κουτί χαρτόνι κουτί examples χαρτόνι γκοφρέ Wellpappeθηλυκό | Femininum, weiblich f χαρτόνι γκοφρέ