Greek-German translation for "σταματώ"

"σταματώ" German translation

σταματώ
[stamaˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ημένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • aufhören mit, stoppen
    σταματώ παύω
    σταματώ παύω
  • beenden
    σταματώ τελειώνω
    σταματώ τελειώνω
  • aufhalten, hindern
    σταματώ εμποδίζω
    σταματώ εμποδίζω
  • anhalten
    σταματώ δεν αφήνω να συνεχίσει
    σταματώ δεν αφήνω να συνεχίσει
  • abstellen
    σταματώ μηχάνημα
    σταματώ μηχάνημα
  • absetzen
    σταματώ φάρμακο
    σταματώ φάρμακο
  • stillen
    σταματώ αίμα
    σταματώ αίμα
σταματώ
[stamaˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ημένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • aufhören
    σταματώ παύω
    σταματώ παύω
  • stehen bleiben, anhalten
    σταματώ παύω να προχωρώ
    σταματώ παύω να προχωρώ
  • stillstehen, anhalten
    σταματώ μένω ακίνητος
    σταματώ μένω ακίνητος
  • anhalten
    σταματώ αυτοκίνητο
    σταματώ αυτοκίνητο

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: