„stillstehen“: intransitives Verb stillstehenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δε δουλεύω, σταματώ, στέκομαι προσοχή, παραμένω στάσιμος σταματώ δε δουλεύω, σταματώ stillstehen Maschine stillstehen Maschine στέκομαι προσοχή stillstehen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL stillstehen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL παραμένω στάσιμος stillstehen Entwicklung stillstehen Entwicklung σταματώ stillstehen Herz stillstehen Herz