ξένος
[ˈksenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ξένη, ξένοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fremdξένος άγνωστος, όχι δικός μουξένος άγνωστος, όχι δικός μου
- ausländischξένος άλλης χώραςξένος άλλης χώρας
- nicht vertrautξένος μη γνώριμοςξένος μη γνώριμος
examples
- ξένη γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich fFremdspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δωμάτιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n των ξένωνGästezimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ξένη εργάτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fGastarbeiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples
ξένος
[ˈksenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)