σώμα
[ˈsoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Körperαρσενικό | Maskulinum, männlich mσώμα ανατομία | Anatomieανατσώμα ανατομία | Anatomieανατ
- Körperschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fσώμα σύνολο ατόμωνσώμα σύνολο ατόμων
- Korpsουδέτερο | Neutrum, sächlich nσώμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσώμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Schriftgradαρσενικό | Maskulinum, männlich mσώμα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρσώμα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ
examples
- σώμα δημοσίων υπαλλήλωνBerufsbeamtentumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σώμα ενόρκωνGeschworenenlisteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σώμα του εγκλήματοςCorpus Delictiουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples