εργάτης
[erˈɣatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Arbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich mεργάτηςεργάτης
examples
- εργάτης εργοστασίουFabrikarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εργάτης ορυχείουBergmannαρσενικό | Maskulinum, männlich mGrubenarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εργάτης σε αλυσίδα συναρμολόγησηςFließbandarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples