μερικός
[meriˈkos], μερική, μερικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teil-μερικός που υπάρχει εν μέρειμερικός που υπάρχει εν μέρει
- mancheπληθυντικός | Plural plμερικός πληθυντικός | Pluralpl μικρός αριθμόςeinigeπληθυντικός | Plural plμερικός πληθυντικός | Pluralpl μικρός αριθμόςmehrereπληθυντικός | Plural plμερικός πληθυντικός | Pluralpl μικρός αριθμόςetlicheπληθυντικός | Plural plμερικός πληθυντικός | Pluralpl μικρός αριθμόςμερικός πληθυντικός | Pluralpl μικρός αριθμός