κατάσταση
[kaˈtastasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   Lageθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσταση των πραγμάτωνSituationθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσταση των πραγμάτωνStandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάσταση των πραγμάτωνκατάσταση των πραγμάτων
-   Standαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτικατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι
-   Verfassungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσταση υγείαςZustandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάσταση υγείαςκατάσταση υγείας
-   Listeθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάσταση κατάλογοςκατάσταση κατάλογος
-   Zuständeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplκατάσταση συνθήκεςκατάσταση συνθήκες
examples
 -    σε καλή/κακή κατάστασηin gutem/schlechtem Zustandσε καλή/κακή κατάσταση
-    κατάσταση αδράνειας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υRuhezustandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάσταση αδράνειας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
-    κατάσταση ανάγκηςNotstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάσταση ανάγκης
- hide examplesshow examples
