„Gefühlslage“: Femininum, weiblich GefühlslageFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συναισθηματική κατάσταση συναισθηματική κατάστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Gefühlslage Gefühlslage