„ισχυρός“ ισχυρός [isçiˈros], ισχυρή, ισχυρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stark, kräftig, heftig, mächtig, stark stark, kräftig ισχυρός δυνατός ισχυρός δυνατός heftig ισχυρός έντονος ισχυρός έντονος mächtig, stark ισχυρός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ισχυρός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ examples ισχυρός αντίπαλος αθλητισμός | Sportαθλ zweikampfstark ισχυρός αντίπαλος αθλητισμός | Sportαθλ