„οικονομικά“: επίρρημα οικονομικά [ikonomiˈka]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kostengünstig, ökonomisch kostengünstig, ökonomisch οικονομικά οικονομικά examples οικονομικά εύρωστος finanzkräftig οικονομικά εύρωστος οικονομικά ισχυρός potent, finanzstark οικονομικά ισχυρός
„οικονομικά“: πληθυντικός ουδετέρου οικονομικά [ikonomiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Finanzen, Volkswirtschaft Finanzenπληθυντικός | Plural pl οικονομικά οικονομικά Volkswirtschaft(slehre)θηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομικά επιστήμη οικονομικά επιστήμη