ηλικία
[iliˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- σε ηλικίαim Alter (γενική | Genitivgen von)
-
- ηλικία συνταξιοδότησηςPensionsalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n