„Kindheit“: Femininum, weiblich KindheitFemininum, weiblich | θηλυκό f <-> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παιδική ηλικία, παιδικά χρόνια παιδική ηλικίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Kindheit παιδικά χρόνιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Kindheit Kindheit