„Alter“: Neutrum, sächlich AlterNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ηλικία, γηρατειά, γεράματα ηλικίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Alter Alter γηρατειάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Alter hohes Alter γεράματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Alter hohes Alter Alter hohes Alter examples im Alter στα γεράματα im Alter im Alter von σε ηλικία (+Genitiv | +γενική+gen) im Alter von