διαδικτυακός
[ðiaðiktiaˈkos], διαδικτυακή, διαδικτυακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- διαδικτυακή βάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f δεδομένωνOnlinedatenbankθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαδικτυακή δημοπρασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fOnlineauktionθηλυκό | Femininum, weiblich fInternetauktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαδικτυακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fOnlinebetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples