„δημοπρασία“: θηλυκό δημοπρασία [ðimopraˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Versteigerung Versteigerungθηλυκό | Femininum, weiblich f δημοπρασία δημοπρασία