„βαλίτσα“: θηλυκό βαλίτσα [vaˈlitsa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Koffer Kofferαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαλίτσα βαλίτσα examples κάνω ή φτειάχνω τη βαλίτσα μου den Koffer packen κάνω ή φτειάχνω τη βαλίτσα μου του ήταν κουραστικό να είναι συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι er war es leid, aus dem Koffer zu leben του ήταν κουραστικό να είναι συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι