„συνεχώς“: επίρρημα συνεχώς [sineˈxos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ständig ständig συνεχώς συνεχώς examples συνεχώς ανοιχτά durchgehend geöffnet συνεχώς ανοιχτά