ανοιχτός
[anixˈtos], ανοιχτή, ανοιχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- offenανοιχτόςανοιχτός
- hellανοιχτός χρώμαανοιχτός χρώμα
- anανοιχτός φως, ράδιοανοιχτός φως, ράδιο
- aufgeschlossen, empfänglichανοιχτός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανοιχτός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples