gesprächsbereit
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ανοικτός σε συζήτησηgesprächsbereit besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Politik | πολιτικήPOLgesprächsbereit besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Politik | πολιτικήPOL