„Zugzwang“: Maskulinum, männlich ZugzwangMaskulinum, männlich | αρσενικό m in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) είμαι αναγκασμένος/αναγκασμένη να κάνω κάτι examples in Zugzwang geraten είμαι αναγκασμένος/αναγκασμένη να κάνω κάτι in Zugzwang geraten