„Sachzwang“: Maskulinum, männlich SachzwangMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντικειμενικός περιορισμός αντικειμενικός περιορισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Sachzwang Sachzwang