„Zelt“: Neutrum, sächlich ZeltNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκηνή, αντίσκηνο σκηνήFemininum, weiblich | θηλυκό f Zelt αντίσκηνοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zelt Zelt