σκηνή
[skjiˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zeltουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκηνήσκηνή
- Bühneθηλυκό | Femininum, weiblich fσκηνή θέατροσκηνή θέατρο
- Szeneθηλυκό | Femininum, weiblich fσκηνή θεατρικού έργου, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκηνή θεατρικού έργου, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
-
- σκηνή οξυγόνουSauerstoffzeltουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σκηνή ταινίαςFilmszeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples