„Zeitverlust“: Maskulinum, männlich ZeitverlustMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χάσιμο χρόνου, απώλεια χρόνου χάσιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n χρόνου, απώλειαFemininum, weiblich | θηλυκό f χρόνου Zeitverlust Zeitverlust