χάσιμο
[ˈxasimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verlustαρσενικό | Maskulinum, männlich mχάσιμοχάσιμο
examples
- χάσιμο βάρουςGewichtabnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χάσιμο χρόνουZeitverlustαρσενικό | Maskulinum, männlich m