απώλεια
[aˈpolia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verlustαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπώλειααπώλεια
examples
- απώλεια ακοήςHörsturzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απώλεια βάρουςGewichtsverlustαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απώλεια δεδομένωνDatenverlustαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples