„Weib“: Neutrum, sächlich WeibNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -er> pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θηλυκό, γυναίκα θηλυκόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Weib γυναίκαFemininum, weiblich | θηλυκό f Weib Weib